Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Ο δεκάλογος της θεωρίας της Maria Montessori

http://www.kidsgo.com.cy/


drmontesΗ Maria Montessori είναι η γυναίκα που δίδαξε στα παιδιά την αγάπη για τη μάθηση και στους μεγάλους την αγάπη για το κάθε παιδί.
  1.  Μην αγγίζετε ένα παιδί παρά τη θέληση του.
  2.  Μην μιλάτε με άσχημο τρόπο σε ένα παιδί και μην χρησιμοποιείτε άσχημα λόγια όταν αναφέρεστε σε αυτό κατά την απουσία του.
  3.  Επικεντρωθείτε στο να ενισχύσετε και να βοηθήσετε να αναπτυχθούν τα θετικά στοιχεία και οι υπάρχουσες ικανότητες του παιδιού ώστε να μην αφήνουν χώρο για το ”κακό”.
  4.  Βοηθήστε το να συμμετέχει ενεργά στην προετοιμασία του περιβάλλοντος μάθησης. Αφιερώστε σχολαστική και συνεχή φροντίδα σε αυτό. Βοηθήστε το παιδί να συνάψει εποικοδομητική σχέση με το περιβάλλον του. Δείξτε του το περιβάλλον μέσα στο οποίο κρύβονται τα μέσα που θα βοηθήσουν την ανάπτυξη του και υποδείξετε του την κατάλληλη χρήση τους.
  5.  Να είστε πάντα έτοιμοι να ανταποκριθείτε στο κάλεσμα ενός παιδιού που έχει την ανάγκη σας και πάντα να ακούτε και να απαντάτε στο παιδί που σας απευθύνεται.
  6.  Σεβαστείτε το παιδί που κάνει κάτι λάθος και μπορεί αργότερα να εντοπίσει μόνο του το λάθος και να διορθωθεί, αλλά να διακόψετε άμεσα και ρητά κάθε καταχρηστική χρήση του περιβάλλοντος και κάθε κίνηση που μπορεί να θέτει σε κίνδυνο το παιδί,το περιβάλλον του ή τους άλλους.
  7.  Σεβαστείτε το παιδί τη στιγμή που ξεκουράζεται ή τη στιγμή που παρακολουθεί άλλους να εργάζονται ή όταν συλλογίζεται τι έχει κάνει ή τι θέλει να κάνει. Μην το κατευθύνετε ούτε να το αναγκάζετε σε άλλες μορφές δραστηριοτήτων.
  8.  Βοηθήστε το παιδί που βρίσκεται σε αναζήτηση κάποιας δραστηριότητας και δεν μπορεί να βρει τι θέλει να κάνει.
  9.  Να είστε ακούραστοι στο να επαναλαμβάνετε αυτό που θέλετε στο παιδί που αρνήθηκε λίγο νωρίτερα να σας ακούσει, να βοηθάτε το παιδί να αποκτήσει ό, τι δεν έχει ακόμη κατακτήσει και να ξεπεράσει τις όποιες δυσκολίες του. Κάνετε το δημιουργώντας το μαθησιακό περιβάλλον με φροντίδα, εξοπλισμένοι με αυτοσυγκράτηση και σιωπή, χρησιμοποιώντας ήπια λόγια και γεμάτη αγάπη παρουσία. Κάνετε αισθητή την παρουσία σας στο παιδί που βρίσκεται σε αναζήτηση και αποστασιοποιηθείτε από το παιδί που έχει βρει τις απαντήσεις του.
  10.  Πάντα να συμπεριφέρεστε στο παιδί χρησιμοποιώντας τους καλύτερους τρόπους σας και να του προσφέρετε τον καλύτερο εαυτό σας .

Η Maria Montessori (1870-1952) σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και έγινε η πρώτη γυναίκα γιατρός στην Ιταλία! Κατά τη διάρκεια της πρακτικής της στην Ιατρική, οι κλινικές παρατηρήσεις της την οδήγησαν στο να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά μαθαίνουν.
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά κατασκευάζουν αυτά που θα μάθουν από ότι υπάρχει στο περιβάλλον τους. Το 1902 ξεκίνησε τις σπουδές της στην παιδαγωγική, την πειραματική ψυχολογία και την ανθρωπολογία.Έδωσε διαλέξεις για εκπαιδευτικές μεθόδους που αφορούν σε παιδιά που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες. Το 1907 εγκαινιάστηκε το “Casa de Bambini”. Ήταν το πρώτο σπίτι στη συνοικία San Lorenzo της Ρώμης και έγινε η πηγή της μεθόδου Montessori για τους εκπαιδευτικούς.
Το 1911 φεύγει από τον κλάδο της Ιατρικής και ασχολείται με το εκπαιδευτικό έργο. Το 1913 ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ και η σύζυγός του Mαμπέλ εγκαινίασαν τoν Μορφωτικό Σύλλογο Μontessori ( Montessori Educational Association ) στην Ουάσινγκτον. Εισέρχεται στον κόσμο της Παιδαγωγικής μια νέα μέθοδος, στην οποία τα υλικά είναι κύρια πηγή μάθησης κατά την προσχολική περίοδο.
Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην προώθηση της πρωτοβουλίας και την ανταπόκριση του παιδιού με τη χρήση ενός ειδικά σχεδιασμένο εκπαιδευτικό υλικό. Το παιδί πρέπει να μαθαίνει σύμφωνα με το δικό του ρυθμό και έτσι να ανακαλύπτει τη γνώση.

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Bελτίωση της συμπεριφοράς του παιδιού χωρίς φωνές

Η μέθοδος της Janis-Norton για τη βελτίωση της συμπεριφοράς του παιδιού χωρίς φωνές

Η μέθοδος της Janis-Norton για τη βελτίωση της συμπεριφοράς του παιδιού χωρίς φωνές



Μπορεί να βελτιωθεί η συμπεριφορά ενός παιδιού δίχως φωνές και γκρίνιες; Η ειδική σε θέματα γονιών Noël Janis-Norton υποστηρίζει πως ναι – και έχει σύμμαχό της μία διασημότητα, την ηθοποιό Έλενα Μπόναμ Κάρτερ που ορκίζεται ότι οι συμβουλές της, της άλλαξαν τη ζωή.

Οι συμβουλές της Janis-Norton αποτελούν τμήμα ενός ολόκληρου προγράμματος που έχει επινοήσει και το οποίο στις αρχές Μαΐου εξέδωσε ως οδηγό για γονείς. Τιτλοφορείται «Calmer, Easier, Happier Parenting: The Revolutionary Programme That Transforms Family Life» και υπόσχεται να φέρει την πολυπόθητη γαλήνη και ηρεμία στο σπίτι.

Να μερικές από τις συστάσεις του βιβλίου:
● Αποφύγετε τους γενικευμένους και υπερβολικούς επαίνους. Όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να επαινούμε τα παιδιά μας, αλλά οι γενικές και οι υπερβολικές εκφράσεις τους κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό.

Αντί λοιπόν να λέτε «υπέροχα», «άψογα», «θαυμάσια», επιλέξτε τον συγκεκριμένο και συγκρατημένο έπαινο, όπως «βλέπω ότι διάβασες προσεκτικά τα μαθήματά σου, προσέχοντας την ορθογραφία σου και κάνοντας την αντιγραφή σου. Βλέπω επίσης ότι δεν άφησες κενά. Αυτό είναι πολύ καλό».

Το κλειδί, κατά την Janis-Norton είναι να παρατηρείτε, να περιγράφετε με ακρίβεια και να μην χρησιμοποιείτε υπερθετικούς βαθμούς.

● Να επαινείτε την απουσία της ενοχλητικής συμπεριφοράς. Για να αντιμετωπίσετε μια ενοχλητική συμπεριφορά του παιδιού (π.χ. ότι μιλάει απότομα, τρώει τα νύχια του, σας διακόπτει όταν μιλάτε στο τηλέφωνο, ζητάει διαρκώς κάτι, δεν διαβάζει) αρχίστε να δίνετε έμφαση στις στιγμές που το παιδί δεν συμπεριφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Αυτές τις στιγμές, να χρησιμοποιείτε τον συγκεκριμένο/συγκρατημένο έπαινο για να του τις επισημαίνετε. Να λέτε λ.χ. «βλέπω ότι δεν με διέκοψες στο τηλέφωνο… αυτό είναι πολύ καλό».

Η έκφραση «βλέπω ότι…» κάνει τα παιδιά να τεντώνουν τ’ αυτιά τους, διότι δεν είναι μία έκφραση που χρησιμοποιούμε συχνά όταν θέλουμε να τα επιπλήξουμε ή να τα διορθώσουμε για κάτι. Σταδιακά, θα μάθουν τα παιδιά να συσχετίζουν το «βλέπω ότι…» με το ότι θα ακούσουν ότι έκαναν κάτι καλό, και θα επιδιώκουν ολοένα περισσότερο να το ακούσουν.

● Αφιερώστε τους «ειδικό» χρόνο. Κάθε ένας από τους γονείς πρέπει να αφιερώνει σε κάθε ένα από τα παιδιά λίγο ειδικό, αποκλειστικό χρόνο, που θα περνάνε κάνοντας οι δυο τους κάποιες δραστηριότητες.

Ο χρόνος αυτός πρέπει να είναι καθημερινός ει δυνατόν, να διαρκεί τουλάχιστον 10 λεπτά και να μην αφιερώνεται για να βλέπουν μαζί τηλεόραση ή να παίζουν στο κομπιούτερ, αλλά σε κάτι άλλο που αρέσει και στους δύο.

Τα παιδιά χρειάζονται πρωτίστως χρόνο από τον γονέα του ιδίου φύλου – κι αν ο ένας δεν υπάρχει, από άλλο κοντινό ενήλικα του ιδίου φύλου.

● Μάθετε να ακούτε πρώτα το παιδί. Για να λύσετε κάποιο πρόβλημα, πρέπει πρώτα να ακούσετε τι έχει να πει το παιδί, και αναλόγως να προσαρμόζετε την απάντησή σας. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά ξεπερνούν πιο εύκολα και πιο γρήγορα τον θυμό ή τα αρνητικά συναισθήματά τους, ενώ έχουν και την ευκαιρία να επεξεργαστούν τα συναισθήματά τους, να τα νιώσουν πλήρως και μετά να τα ξεπεράσουν και να ηρεμήσουν.

Για να ακούσετε το παιδί, βάλτε στην άκρη τα δικά σας συναισθήματα, σταματήστε ό,τι κι αν κάνετε, συγκεντρωθείτε σε ό,τι σας λέει κοιτάζοντάς το στα μάτια και αναλογισθείτε πως μπορεί να νιώθει το παιδί.

Το συναίσθημα που θα φαντασθείτε, εκφράστε το στο παιδί, δίχως όμως να το καθησυχάσετε, να προσπαθήσετε να εκλογικεύσετε, να του κάνετε κήρυγμα ή να το δικαιολογήσετε. Πείτε λ.χ. «ακούγεσαι πολύ απογοητευμένος/θυμωμένος που χάλασε το παιχνίδι σου».

● Ετοιμασθείτε εκ των προτέρων. Αυτή είναι μια πανίσχυρη τεχνική για να εξασφαλίσετε ότι το παιδί θα ακολουθεί τους κανόνες του σπιτιού. Πρέπει να την εφαρμόσετε πριν συμβεί η αρνητική συμπεριφορά και οπωσδήποτε όχι εν ώρα αψιμαχίας ή όταν βιάζεστε. Επιπλέον, το παιδί είναι αυτό που θα μιλάει, όχι εσείς.

Τι πρέπει να κάνετε; Διαλέξτε μια ουδέτερη στιγμή (να μην έχει προηγηθεί καυγάς) που θα έχετε άφθονο χρόνο στη διάθεσή σας. Καθίστε κάτω με το παιδί και θέστε του μερικά βασικά ερωτήματα (για κάθε ερώτημα και απάντηση, να αφιερώνετε έως 60 δευτερόλεπτα).

Κάθε ερώτηση πρέπει να είναι λεπτομερής και να μην απαντιέται με «ναι» ή «όχι», αλλά να έχει συγκεκριμένη απάντηση. Επιπλέον, επειδή το παιδί ξέρει τις απαντήσεις, εσείς δεν πρέπει να του τις πείτε, αλλά να περιμένετε να τις πει μόνο του.

Παράδειγμα; «Όταν γυρνάμε από το ποδόσφαιρο, τι είναι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε; Πού θα βάλουμε την τσάντα; Πού θα βάλουμε τα παπούτσια; Τι θα κάνουμε τα λερωμένα ρούχα;».

Όσο πιο λεπτομερής είναι κάθε απάντηση του παιδιού, τόσο περισσότερο εντυπώνεται στη μνήμη του.

● Απομακρύνετε ό,τι αποσπά την προσοχή. Αν λ.χ. τα παιδιά σας παίζουν το πρωί αντί να ετοιμάζονται για το σχολείο, βάλτε τα ρούχα τους σε ξεχωριστά δωμάτια ώστε να μην συναντηθούν πριν ντυθούν. Ή πάλι αν αρνούνται να ντυθούν ζεστά το χειμώνα, εξαφανίστε τα καλοκαιρινά ρούχα από τα ντουλάπια ώστε να μην τα έχουν πρόχειρα και βάζουν κοντομάνικα.

● Μην ζητάτε ποτέ δεύτερη φορά το ίδιο πράγμα. Για να κάνει το παιδί ό,τι ζητάτε με το πρώτο (στο 90% των περιπτώσεων τουλάχιστον) εφαρμόστε την απλή μέθοδο που ακολουθεί. Είναι κατάλληλη για παιδιά ηλικίας άνω των 3 ετών και δεν συνιστάται σε δύο περιπτώσεις: όταν το παιδί κάθεται μπροστά σε μία οθόνη και όταν βιάζεστε.

Η μέθοδος έχει ως εξής:
1. Πηγαίνετε στο δωμάτιο όπου βρίσκεται το παιδί, σταθείτε δίπλα του και κοιτάξτε το.

2. Περιμένετε να γυρίσει να σας κοιτάξει και αυτό – αλλά να κοιτάει μόνο εσάς και πουθενά αλλού.

3. Πείτε στο παιδί τι θέλετε να κάνει – αργά, με απλά λόγια, με σαφήνεια και μόνο μία φορά.

4. Ζητήστε από το παιδί να επαναλάβει ό,τι του είπατε, λέγοντας «Πες μου σε παρακαλώ τι πρέπει να κάνεις τώρα» (μόλις το παιδί αρχίσει να το λέει, έχει αρχίσει να γίνεται δική του απόφαση και ευθύνη).

5. Περιμένετε στη θέση σας να κάνει το παιδί ό,τι του ζητήσατε – και κάθε τι σωστό που κάνει, να το επαινείτε συγκεκριμένα και συγκρατημένα.

Καθώς θα περνάει ο καιρός, το τελευταίο βήμα θα πάψει να είναι απαραίτητο και τελικά θα απαιτούνται μόνο τα τρία πρώτα.

 http://www.thessalonikiartsandculture.gr

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Γιατί δεν πρέπει να βάζουμε τις φωνές στο παιδί;

Όταν τους φωνάζετε, αυτό πλήττει την αυτο-εικόνα τους

Σύμφωνα με τη μελέτη, η λεκτική βία -και όχι μόνον η σωματική- προς τους εφήβους αυξάνει τον κίνδυνο οι νέοι να εμφανίσουν κατάθλιψη, επιθετικότητα και άλλα προβλήματα συμπεριφοράς.

Όπως επισημαίνουν οι Αμερικανοί ψυχολόγοι, μπορεί οι γονείς να μην δέρνουν πια τα παιδιά τους (τουλάχιστον όχι συχνά), όμως είναι λάθος η αντίληψή τους ότι αν βάλουν τις φωνές, θα πετύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μάλλον το αντίθετο θα συμβεί, σύμφωνα με την έρευνα.

Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Πίτσμπουργκ και του Μίσιγκαν, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας Μινγκ-Τε Γουάνγκ, μελέτησαν για δύο χρόνια τις επιπτώσεις που είχαν οι φωνές σε παιδιά στην αρχή της εφηβείας (ηλικία 13- 14 ετών) σε περίπου 1.000 οικογένειες, σχεδόν οι μισές από τις οποίες παραδέχτηκαν ότι κατέφευγαν στη λεκτική βία για λόγους πειθαρχίας.

Όσο συχνότερα τα παιδιά δέχονταν το έντονο κατσάδιασμα των γονιών τους, τόσο περισσότερο εμφάνιζαν ψυχολογικά και άλλα προβλήματα συμπεριφοράς στη συνέχεια της εφηβείας (αδιαφορία στο σχολείο, καταφυγή στα ψέματα, κλοπές, εκρήξεις θυμού, συμπλοκές με άλλα παιδιά κλπ).

Σύμφωνα με τους Αμερικανούς ψυχολόγους η λεκτική βία, έστω κι αν γίνεται για καλό σκοπό εκ μέρους των γονιών, συχνά ανοίγει έναν φαύλο κύκλο αντιδράσεων από το παιδί, περισσότερων φωνών από τους γονείς κ.ο.κ., με συχνή κατάληξη τα πράγματα να γίνουν χειρότερα για όλους.

«Τα ευρήματά μας εξηγούν γιατί μερικοί γονείς αισθάνονται πως όσο δυνατά κι αν φωνάξουν, τα παιδιά τους στην εφηβεία δεν τους ακούν. Τα σκληρά λόγια φαίνονται αναποτελεσματικά στο να διορθώσουν τα προβλήματα συμπεριφοράς των νέων, στην πραγματικότητα ενισχύουν αυτές τις συμπεριφορές», δήλωσε ο Μινγκ-Τε Γουάνγκ. «Οι γονείς που θέλουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους, θα ήταν καλύτερο να επικοινωνήσουν μαζί τους σε ισότιμο επίπεδο και να εξηγήσουν το σκεπτικό τους και τις ανησυχίες τους» πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, ως λεκτική βία μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε ψυχολογική πίεση με θυμωμένα ή προσβλητικά λόγια προκειμένου το παιδί να νιώσει συναισθηματικά πληγωμένο, σε μια προσπάθεια να διορθωθεί ή να ελεγχθεί η συμπεριφορά του. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι δυνατές φωνές, τα ουρλιαχτά, οι βλαστήμιες, οι κατάρες, καθώς και οι πιο απλοί χαρακτηρισμοί των γονιών προς τα παιδιά, του τύπου «είσαι βλάκας» ή «τεμπέλης».

Η επίπτωση στα παιδιά, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι άσχετη με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας. Επίσης, η λεκτική βία έχει επιπτώσεις στα παιδιά, ακόμα κι αν οι γονείς εκδηλώνουν παράλληλα τη συναισθηματική υποστήριξή τους και τη φροντίδα τους, καθώς οι έφηβοι είναι πιθανό να ερμηνεύσουν τις φωνές των γονιών τους ως απόρριψη ή περιφρόνηση, με συνέπεια να αναπτύξουν μια εχθρική στάση απέναντι στη σχέση τους με τους γονείς τους, αλλά και μια αρνητική εικόνα για τον ίδιο τον εαυτό τους.

Όπως είπε ο Μινγκ-Τε Γουάνγκ, «είναι λάθος η εντύπωση ότι εφόσον υπάρχει ένας στενός δεσμός γονιών- παιδιού, ο έφηβος θα καταλάβει ότι «το κάνουν επειδή με αγαπούν». Η εφηβεία είναι μια πολύ ευαίσθητη περίοδος, όταν τα παιδιά προσπαθούν να αναπτύξουν την ταυτότητα του εαυτού τους. Όταν τους φωνάζετε, αυτό πλήττει την αυτο-εικόνα τους. Τους κάνει να νιώθουν πως δεν είναι ικανά, ότι είναι άχρηστα και ανάξια».

Ο καθηγητής παιδοψυχιατρικής Τίμοθι Βέρντουιν του Ιατρικού Kέντρου Langone του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης επισήμανε ότι είναι προτιμότερο οι γονείς να επεμβαίνουν στα παιδιά τους (π.χ. θα δεις λιγότερη τηλεόραση), χωρίς να χρησιμοποιούν επικριτικά, τιμωρητικά και προσβλητικά λόγια. «Ένας έφηβος αισθάνεται πιο υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του, όταν τον διορθώνει κάποιος (π.χ. ο γονιός του), τον οποίο σέβεται και θαυμάζει. Αντίθετα, οτιδήποτε κάνετε που επιτιμά και ντροπιάζει ένα παιδί, αυτό υποσκάπτει τη δύναμη που έχετε ως γονείς». 

ΠΗΓΗ: svouranews

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΘΥΜΟΣ

το παιδί μαθαίνει να διαχειρίζεται τα αρνητικά του
συναισθήματα, το φόβο, το θυμό και την οργή του.

 

Διαχείριση Θυμού και Αποφυγή Συγκρούσεων στα παιδιά:


Η τεχνική της «μικρής χελώνας».

Σκοπός μιας διδασκαλίας για τη διαχείριση του θυμού στα παιδιά είναι να μάθουν να ελέγχουν το θυμό και τα αρνητικά τους συναισθήματα και μακροπρόθεσμος στόχος αποτελεί η κατάκτηση της ανεξαρτησίας και αυτονομίας τους. 
Στόχος του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι δηλαδή το παιδί να μάθει να ρυθμίζει την συμπεριφορά του αλλά και το θυμικό του, χωρίς τη βοήθεια κάποιου μεγάλου: εκπαιδευτικού ή γονέα.
Η τεχνική της Εναλλακτικής Αντίδρασης ή αλλιώς τεχνική της Μικρής Χελώνας ανήκει στην ψυχολογική κατεύθυνση του Γνωστικού-Συμπεριφορισμού και θεωρείται αρκετά αποτελεσματική για τη διδασκαλία ελέγχου του θυμού και της επιθετικότητας στα μικρά παιδιά.
Σε πρώτη φάση, το παιδί διδάσκεται από τον δάσκαλο ή τον ειδικό την εναλλακτική αντίδραση της μικρής χελώνας όταν η ίδια βρίσκεται σε κατάσταση που προκαλεί ένταση.
Το παιδί ακούει από τον ενήλικα την ιστορία της μικρής χελώνας:
«Το μικρό χελωνάκι, κάθε φορά που πήγαινε στο σχολείο έμπλεκε σε καβγάδες με τα άλλα μικρά χελωνάκια, που το πείραζαν και το χτυπούσαν. Ο δάσκαλος το τιμωρούσε. Μια μέρα συνάντησε τη μεγάλη χελώνα, η οποία του είπε πως η απάντηση στο πρόβλημά του ήταν το καβούκι του. Το συμβούλευσε να κρύβεται στο καβούκι του κάθε φορά που θύμωνε, μέχρι να αισθανθεί καλύτερα. Το χελωνάκι εφάρμοσε τη συμβουλή της χελώνας, και όλα βελτιώθηκαν: σταμάτησε τους καβγάδες, ο δάσκαλος δεν το μάλωνε πια και άρχισε να του αρέσει το σχολείο».
Αφού το παιδί διαβάσει ή ακούσει την ιστορία, στη συνέχεια διδάσκεται από τον ενήλικα εναλλακτικές αντιδράσεις που το ίδιο θα κλιθεί να εφαρμόσει σε περιπτώσεις που νιώσει όπως το χελωνάκι.  
Το παιδί εξασκείται στις παρακάτω ασκήσεις:
  • να μαζεύει κοντά στο σώμα του τα χέρια και τα πόδια,
  • να ακουμπά το κεφάλι του στο θρανίο,
  • να φανταστεί πως είναι το χελωνάκι που κρύβεται μέσα στο καβούκι του και να σκεπάζει το κεφάλι με τους βραγχίονες ή τις παλάμες του,
  • να χαλαρώνει τους μύες του σώματός του και να παραμείνει στην ίδια θέση για λίγο.
Αφού το παιδί εξασκηθεί αρκετές φορές στην άσκηση αυτή, στη συνέχεια ο ειδικός του μαθαίνει μυοχαλαρωτικές ασκήσεις.
Έτσι το παιδί σιγά σιγά κατακτά την ικανότητα να αντιμετωπίζει στρεσογόνες καταστάσεις, καταστάσεις συγκρούσεων και έντασης, καθώς και να διαχειρίζεται τα αρνητικά του συναισθήματα, το φόβο, το θυμό και την οργή του.
 
ΠΗΓΗ: Τατιάνα Πολυζώτη
Ψυχολόγος (MSc Ειδικής Αγωγής
www.hamomilaki.gr

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Φοβία στην παιδική ηλικία

από τον Σάββα Καλοκαιρινό, Κοινωνικός Λειτουργός



Με τον όρο φοβία μπορούμε να εννοήσουμε μια διαδικασία φόβου ή πρόκλησης φοβικής αντίδρασης απέναντι σε μια κατάσταση η οποία περιλαμβάνει ή όχι ένα αντικείμενο.

Κοινά παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν τα ζώα το σκοτάδι, οι εφιάλτες, ο θάνατος και πολλοί άλλοι παράγοντες. Ο παιδικός ψυχισμός αποτελεί γόνιμη περιοχή δημιουργίας και ανάπτυξης φοβιών γιατί δεν έχει τις ενισχυμένες σταθερές που αποκτά το παιδί μεγαλώνοντας και είναι εύκολο να προσβληθεί από φοβικές καταστάσεις οι οποίες μέχρι ενός σημείου μπορούν να χαρακτηριστούν φυσιολογικές.

Η άκρατη εκδήλωση άγχους μη συγκρατημένης μορφής αποτελεί ανησυχητικό σημάδι πως η φοβία που έχει αναπτύξει το παιδί ίσως έχει ξεφύγει από τα στενά όρια του φυσιολογικού και έχει αρχίσει να απειλεί τις υπόλοιπες ψυχικές δομές του ατόμου. Κυρίως και συνηθέστερα, τα παιδιά κλαίνε, ταράζονται και νιώθουν εσωτερικό άγχος, όταν έρχονται αντιμέτωπα με τη φοβική αιτία. Η αποφυγή του αντικειμένου ή της φοβικής κατάστασης αποτελεί την πιο γνωστή αντίδραση συνοδευόμενη με άμεσο τρέξιμο κοντά στους γονείς για αύξηση του αισθήματος ασφάλειας και για παροχή συναισθηματικής ασφάλειας.

Οι φοβίες είναι καθαρά προκαλούμενες από τη διαδικασία που το παιδί ελέγχει ή όχι τον φανταστικό κόσμο του. Εκεί είναι η οπή που συμβάλει θετικά ή αρνητικά ο γονιός και βοηθά το παιδί να επεξεργάζεται εμπειρίες και να αξιολογεί τα σημάδια. Συνήθως αυτό γίνεται ασυνείδητα αλλά κάποιες φορές πρέπει να έρχεται συνειδητά για να εκπαιδεύει με όμορφο τρόπο αντιδράσεις και συμπεριφορές τού παιδιού χωρίς βέβαια να καταργεί την ατομικότητα. Επίσης , η χαμηλή αυτοεκτίμηση του παιδιού είναι ενδιαφέρον παράγοντας που ενισχύει τη δημιουργία φοβιών.

Πως μπορούν να συμβάλλουν οι γονείς στη διαχείριση των φοβιών;

● Σεβασμός στο παιδί και στη φοβία και ποτέ να μην υποβαθμίζεται η σημασία της για το παιδί

● Να μην προσφέρουν διττά μηνύματα αλλά να είναι σταθεροί και ξεκάθαροι

● Να εκθέτουν το παιδί σταδιακά στην κατάσταση που το φοβίζει και όχι να προσφέρουν απλό καθησυχασμό και διαβεβαίωση.

Τέλος, αν η φοβία διαρκεί περισσότερο από έξι μήνες και αποδιοργανώνει τη ζωή του παιδιού, τότε προτείνουμε την επίσκεψη σε έναν ειδικό προκειμένου οι γονείς και το παιδί να μπορέσουν να διαχειριστούν το πρόβλημα πιο αποτελεσματικά.