Η οικογένεια: ο πιο κατάλληλος τόπος για να μεγαλώσουν οι γονείς! | (β΄ μέρος), | π. Βασίλειος Θερμός |
http://www.faneromenihol.gr |
Κι
αν αυτό δεν μπορώ να το πετύχω; Γι΄ αυτό πολλοί γονείς δυσκολεύονται,
όταν τα παιδιά τους μεγαλώνουν. Δηλαδή, ενώ τα πήγαιναν πολύ καλά όταν
ήταν μωρά, μόλις μεγαλώσουν λίγο ξεβολεύονται, λένε «τώρα τι γίνεται
εδώ; Καλά ήταν πριν που ήταν μωρό, τώρα δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί
του» γιατί αυτό απαιτεί άλλες ικανότητες!
Όταν μπει στη παιδική ηλικία το παιδί μας, δηλαδή στην ηλικία του δημοτικού σχολείου, ζητάει άλλα πράγματα. Δεν είναι όπως πριν που του διαβάζαμε ένα βιβλίο μονόπλευρα. Τώρα διαβάζει μόνο του και έρχεται και μας ρωτάει για αυτά που διαβάζει, έχει απορίες, ή παίζει παιγνίδια επιτραπέζια ή ηλεκτρονικά και ζητάει από εμάς να παίξουμε μαζί του. Αλήθεια πόσοι από εμάς ξέρουμε να παίξουμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι ή ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι των παιδιών μας ολόκληρο, με τους κανονισμούς του όλους από την αρχή ως το τέλος; Αυτό είναι και ικανότητα. Για να μη πούμε βέβαια για την επόμενη ηλικία της εφηβείας, όπου τότε μέσα σε μια έκρηξη αυτής της νέας προσωπικότητας ξυπνάνε πια όλες οι ικανότητες που πρέπει να έχει ο άνθρωπος. Είναι η τελευταία φάση της ζωής ενός νέου ανθρώπου μέσα στην οικογένειά του, διότι κατόπιν ακολουθεί η ενήλικη ζωή και ο αποχωρισμός του από την οικογένεια. Τι ζητάει η εφηβεία; Ζητάει όχι απλώς να ξέρεις να κάνεις διάλογο, όχι απλώς να απαντάς στις ερωτήσεις σωστά, όχι απλώς να αναγνωρίζεις μια νέα προσωπικότητα, αλλά να δέχεσαι την κριτική που σου ασκείται, και εάν η κριτική είναι σωστή να έχεις την ταπείνωση να παραδεχθείς ότι «ναι έκανα λάθος έχεις δίκιο, με συγχωρείς, είναι το ελάττωμά μου..» Αν η κριτική είναι άδικη (που πολλές φορές η κριτική των εφήβων είναι άδικη) πρέπει να μπορούμε να αντέξουμε αυτή την κατηγορία χωρίς να βουλιάζουμε στην απελπισία και στην μελαγχολία ή αντίθετα να εκδικούμαστε τον έφηβο για αυτά που είπε∙ αυτό θα πει να αντέξουμε! Να μην δημιουργηθεί ανταγωνισμός και διαμάχη του γονέα με τον έφηβό του. Βλέπουμε, λοιπόν, πως οι διαφορετικές φάσεις, απευθύνονται σε νέες ικανότητες και ουσιαστικά καλούν τον γονέα να εξελίσσεται διαρκώς. Δηλαδή να μην λιμνάζει. Θα τολμούσα να πω αυτή την γενική αρχή ότι ένας γονέας για να είναι επιτυχημένος πρέπει ως άνθρωπος να μην λιμνάζει, που σημαίνει η προσωπικότητά του να μην μένει στάσιμη, όπως ήταν πριν αποκτήσει παιδιά. Να παρακολουθεί την εξέλιξη του παιδιού του και να έχει ουσιαστική σχέση μαζί του. Τότε τον μεγαλώνει το παιδί του, τον ωριμάζει το ίδιο το παιδί, δεν χρειάζεται να κάνει πολλά πράγματα ο ίδιος, τον ωριμάζει η ίδια η σχέση. Ερχόμαστε τώρα στην έννοια- κλειδί με την οποία και θα τελειώσω. Είναι η έννοια της σχέσης με το παιδί, η έννοια της σχέσης με τον άλλο. Πώς μπορούμε να ορίσουμε αυτή την σχέση; Πώς την αντιλαμβανόμαστε; Δεν μπορώ να βρω ορισμό, λέει ο π. Βασίλειος στο βιβλίο του, «Η χαρά της ζωής και της δημιουργίας». Και συνεχίζει λέγοντας ότι μπορώ να σας πω πιο εύκολα, τι δεν είναι σχέση ουσιαστική με τον άλλον, όχι τόσο τι είναι. Σχέση ουσιαστική με το παιδί μου δεν είναι, το να είμαι χαμένος στον κόσμο μου εγώ και απλώς να απαιτώ από το παιδί μου να προσαρμοστεί στο δικό μου κόσμο. Σχέση δεν είναι ούτε το να έχω κάνει, αντίθετα, κέντρο της ζωής μου το παιδί μου. Αυτή η «ειδωλολατρία» του παιδιού που επικρατεί στη σύγχρονη οικογένεια, το να τρέχω από πίσω του ουραγός, υπακούοντας σε όλες του τις διαταγές, εξαφανίζει την δική μου προσωπικότητα απέναντι στο «θεό» που λέγεται «παιδί μου». Σχέση δεν είναι ούτε ο ανταγωνισμός. Στον ανταγωνισμό δεν έχουμε ένα από τα δύο που ανέφερα πριν δηλ. ο ένας να υπάρχει και ο άλλος να εξαφανίζεται. Στον ανταγωνισμό έχουμε δύο προσωπικότητες. Υπάρχουν και οι δύο, αλλά είναι σε συνεχή διαμάχη μεταξύ τους. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο του ανταγωνισμού γονέα-παιδιού, δυστυχώς όσο κι αν δεν το παραδεχόμαστε. Πολλές φορές αναρωτιόμαστε: «Αν είναι δυνατόν! Ανταγωνισμό εγώ και το παιδί μου; Μα για το παιδί μου θυσιάζομαι…». Ο ανταγωνισμός συνήθως εμφανίζεται στην εφηβεία αλλά έχει αρχίσει πολύ νωρίτερα, δεν αρχίζει στην εφηβεία, έχει αρχίσει στην νηπιακή ηλικία. Μπορεί να είναι μικρός, ελαφρύς, υπάρχει όμως και ριζώνει και στην εφηβεία γιγαντώνεται. Επίσης, σχέση δεν είναι το να πηγαίνουν φαινομενικά όλα καλά με το παιδί μου, αλλά μέσα στην καρδιά μου βαθιά να έχω συγκεκριμένες προσδοκίες από αυτό, δηλαδή η αγάπη που του δίνω να είναι αγάπη με όρους. Του δίνω αγάπη άμα πραγματοποιήσει όλες τις προσδοκίες μου, και όταν κάποια στιγμή κάτι δεν πάει καλά, ή παθαίνω κατάθλιψη, ή θυμώνω φοβερά με το παιδί μου που με απογοήτευσε. Αν ήθελα να περιγράψω τι είναι σχέση, η σχέση είναι μια συνύπαρξη. Συνυπάρχουν και οι δύο πατέρας-παιδί, μητέρα-παιδί. Συνυπάρχουν χωρίς ο ένας να καταργεί τον άλλον. Η διαφορά που έχουν στις απόψεις, στον χαρακτήρα, δεν αντιμετωπίζεται στη σχέση ως απειλή, ως συνήθως, αλλά ως πλούτος. Έχω να κερδίσω από την διαφορά. Και όταν εγώ ως γονέας νοιώθω το παιδί μου, του δίνω να έμπρακτο μάθημα, πώς να βλέπει την διαφορά. Και πώς το παιδί μου να βλέπει τη διαφορά με εμένα. Να μη με βλέπει σαν εχθρό του και σαν καταπιεστή του, να ακούει την διαφορά μου. Είναι κατανοητό νομίζω μετά από αυτό, ότι όλα αυτά μπορούν να εφαρμοστούν ακριβώς και στο ζευγάρι. Και εδώ είναι κάτι που τα ενώνει όλα. Δηλαδή, η ικανότητα που έχει ο άνθρωπος για σχέση είναι μία. Ή την έχει αυτή την ικανότητα, ή δεν την έχει. Δεν είναι βέβαια άσπρο-μαύρο, μπορεί να την έχει σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό. Θέλω να πω με αυτό ότι όση ικανότητα έχει κάποιος άνθρωπος να κάνει σχέση με τον άλλον, αυτή θα την εφαρμόσει και στο σύντροφό του, και στα παιδιά του. Δεν μπορεί κάποιος να λέει ότι «έχω άριστη σχέση με τα παιδιά μου» αλλά έχω προβλήματα με τον/την σύντροφό μου, ή αντίστροφα ότι τα πάω καλά με την/τον σύντροφό μου και να μην τα πάει καλά με κάποιο παιδί! Κάτι δεν πάει καλά εδώ κάτι δεν έχει καταλάβει για τις σχέσεις που πάνε δήθεν καλά. Θα το δει αργότερα, κάτι θα φανεί… Γιατί; Διότι είτε μιλάμε για σχέση με σύντροφο, είτε για σχέση με παιδί, δοκιμάζεται η ικανότητά μας να μπορούμε να συναντήσουμε τον άλλον πραγματικά εκεί που είναι, να τον αποδεχθούμε εκεί που πραγματικά είναι. Κι όταν τον αποδεχθούμε εκεί που είναι τότε μπορούμε και να αλλάξουμε τον άλλον, μόνο τότε. Αυτό άλλωστε είναι και όλο το νόημα της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό. Αυτό είναι το τρίτο επίπεδο σχέσης. Ο Θεός μας αποδέχθηκε εκεί που ήμασταν. Ήρθε, έγινε σαν εμάς, και μπόρεσε και μας άλλαξε. Αλλιώς αν μας απέρριπτε και μας καλούσε να κάνουμε εμείς αυτό το βήμα, αυτό θα ήταν σίγουρα αδύνατο.
Από το βιβλίο του π. Βασιλείου Θερμού,
«Η χαρά της ζωής και της δημιουργίας» |