Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

(1936-2012)
Ο Μιχάλης Καμπουρέλης γεννήθηκε στην Αγιάσο το 1936. Πατέρας του ήταν ο Προκόπης Καμπουρέλης και μητέρα του η Καλλιρρόη, που ήταν ένα από τα δέκα παιδιά του Παναγιώτη και της Σταυρού­λας Βαρουτέλη. Ο Μιχάλης είχε δύο αδελφές και έναν αδελφό, τον Παναγιώτη που πέθανε σε ηλικία τεσσάρων ετών το 1942.
Τα πρώτα του γράμμα­τα τα έμαθε στο Δημοτικό Σχολείο Αγιάσου και είχε δάσκαλο το Χριστόφα Χατζηπαναγιώτη, που ποτέ δεν ξέχασε. Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο, στην Αγιάσο, μπήκε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Μυτιλήνης και το 1958 πήρε το πτυχίο του δασκάλου. Μετά τις σπουδές στρατεύτηκε και υπηρέτησε στις ένοπλες δυνάμεις ως καταδρομέας. Αφού τελείωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, επανήλ­θε στην Αγιάσο και το 1962 παντρεύτηκε στον Πολιχνίτο τη Μαρία Στατέλη. Απέκτησαν μια θυγατέρα, την Όλγα, η οποία ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα της. Είναι παντρεμένη και έχει δύο αγόρια, τον Κωνσταντίνο και το Μιχάλη. Ο Μιχάλης, εκτός από δάσκαλος, αγάπησε και την αγροτική εργασία, την οποία υπηρέτησε με πάθος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ως δάσκαλος υπηρέτησε σε σχολεία της Λέσβου, Παρακοίλων, Μανταμάδου, Σταυρού, Βρίσας και Λισβορίου (από όπου κι συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής). Ο Μιχάλης έφυγε από κοντά μας στις 17 Αυγούστου το 2012.O θάνατός του ήταν τόσο ξαφνικός, που μας συγκλόνισε όλους. Το πρωί έκανε μάθημα στα εγγονάκια του και το βράδυ πέθανε από πνευμονικό οίδημα.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει και ο Θεός ας αναπαύει την ψυχή του.
Θα μας μείνεις αξέχαστος, αγαπητέ Μιχάλη, γιατί ήσουν γλεντζές και έδινες πάντοτε κέφι στην παρέα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΑΡΟΥΤΕΛΗΣ

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Γιατί δεν πρέπει να βάζουμε τις φωνές στο παιδί;

Όταν τους φωνάζετε, αυτό πλήττει την αυτο-εικόνα τους

Σύμφωνα με τη μελέτη, η λεκτική βία -και όχι μόνον η σωματική- προς τους εφήβους αυξάνει τον κίνδυνο οι νέοι να εμφανίσουν κατάθλιψη, επιθετικότητα και άλλα προβλήματα συμπεριφοράς.

Όπως επισημαίνουν οι Αμερικανοί ψυχολόγοι, μπορεί οι γονείς να μην δέρνουν πια τα παιδιά τους (τουλάχιστον όχι συχνά), όμως είναι λάθος η αντίληψή τους ότι αν βάλουν τις φωνές, θα πετύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μάλλον το αντίθετο θα συμβεί, σύμφωνα με την έρευνα.

Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Πίτσμπουργκ και του Μίσιγκαν, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχολογίας Μινγκ-Τε Γουάνγκ, μελέτησαν για δύο χρόνια τις επιπτώσεις που είχαν οι φωνές σε παιδιά στην αρχή της εφηβείας (ηλικία 13- 14 ετών) σε περίπου 1.000 οικογένειες, σχεδόν οι μισές από τις οποίες παραδέχτηκαν ότι κατέφευγαν στη λεκτική βία για λόγους πειθαρχίας.

Όσο συχνότερα τα παιδιά δέχονταν το έντονο κατσάδιασμα των γονιών τους, τόσο περισσότερο εμφάνιζαν ψυχολογικά και άλλα προβλήματα συμπεριφοράς στη συνέχεια της εφηβείας (αδιαφορία στο σχολείο, καταφυγή στα ψέματα, κλοπές, εκρήξεις θυμού, συμπλοκές με άλλα παιδιά κλπ).

Σύμφωνα με τους Αμερικανούς ψυχολόγους η λεκτική βία, έστω κι αν γίνεται για καλό σκοπό εκ μέρους των γονιών, συχνά ανοίγει έναν φαύλο κύκλο αντιδράσεων από το παιδί, περισσότερων φωνών από τους γονείς κ.ο.κ., με συχνή κατάληξη τα πράγματα να γίνουν χειρότερα για όλους.

«Τα ευρήματά μας εξηγούν γιατί μερικοί γονείς αισθάνονται πως όσο δυνατά κι αν φωνάξουν, τα παιδιά τους στην εφηβεία δεν τους ακούν. Τα σκληρά λόγια φαίνονται αναποτελεσματικά στο να διορθώσουν τα προβλήματα συμπεριφοράς των νέων, στην πραγματικότητα ενισχύουν αυτές τις συμπεριφορές», δήλωσε ο Μινγκ-Τε Γουάνγκ. «Οι γονείς που θέλουν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους, θα ήταν καλύτερο να επικοινωνήσουν μαζί τους σε ισότιμο επίπεδο και να εξηγήσουν το σκεπτικό τους και τις ανησυχίες τους» πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, ως λεκτική βία μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε ψυχολογική πίεση με θυμωμένα ή προσβλητικά λόγια προκειμένου το παιδί να νιώσει συναισθηματικά πληγωμένο, σε μια προσπάθεια να διορθωθεί ή να ελεγχθεί η συμπεριφορά του. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι δυνατές φωνές, τα ουρλιαχτά, οι βλαστήμιες, οι κατάρες, καθώς και οι πιο απλοί χαρακτηρισμοί των γονιών προς τα παιδιά, του τύπου «είσαι βλάκας» ή «τεμπέλης».

Η επίπτωση στα παιδιά, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι άσχετη με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας. Επίσης, η λεκτική βία έχει επιπτώσεις στα παιδιά, ακόμα κι αν οι γονείς εκδηλώνουν παράλληλα τη συναισθηματική υποστήριξή τους και τη φροντίδα τους, καθώς οι έφηβοι είναι πιθανό να ερμηνεύσουν τις φωνές των γονιών τους ως απόρριψη ή περιφρόνηση, με συνέπεια να αναπτύξουν μια εχθρική στάση απέναντι στη σχέση τους με τους γονείς τους, αλλά και μια αρνητική εικόνα για τον ίδιο τον εαυτό τους.

Όπως είπε ο Μινγκ-Τε Γουάνγκ, «είναι λάθος η εντύπωση ότι εφόσον υπάρχει ένας στενός δεσμός γονιών- παιδιού, ο έφηβος θα καταλάβει ότι «το κάνουν επειδή με αγαπούν». Η εφηβεία είναι μια πολύ ευαίσθητη περίοδος, όταν τα παιδιά προσπαθούν να αναπτύξουν την ταυτότητα του εαυτού τους. Όταν τους φωνάζετε, αυτό πλήττει την αυτο-εικόνα τους. Τους κάνει να νιώθουν πως δεν είναι ικανά, ότι είναι άχρηστα και ανάξια».

Ο καθηγητής παιδοψυχιατρικής Τίμοθι Βέρντουιν του Ιατρικού Kέντρου Langone του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης επισήμανε ότι είναι προτιμότερο οι γονείς να επεμβαίνουν στα παιδιά τους (π.χ. θα δεις λιγότερη τηλεόραση), χωρίς να χρησιμοποιούν επικριτικά, τιμωρητικά και προσβλητικά λόγια. «Ένας έφηβος αισθάνεται πιο υπεύθυνος για τη συμπεριφορά του, όταν τον διορθώνει κάποιος (π.χ. ο γονιός του), τον οποίο σέβεται και θαυμάζει. Αντίθετα, οτιδήποτε κάνετε που επιτιμά και ντροπιάζει ένα παιδί, αυτό υποσκάπτει τη δύναμη που έχετε ως γονείς». 

ΠΗΓΗ: svouranews